Introduction
The wise teacher was not always wise.
He does not claim to know everything or to be invulnerable.
Instead, he shares his most vulnerable moments with his students at his first lesson.
Do they play a crucial role in his own story?
The wisest teacher was once a little child. He may seem calm and unruffled now. Yet, he always remembers his childhood to adulthood when he was a different person. And it is precisely this part of his story that he tells in his first lesson.
Here’s roughly how the story goes, as one of his students describes it:
The Wise teacher went to his school on the first day like all children his age.
He was looking for knowledge and new experiences. His dreams reached the stars.
The young boy then carried his bag full of books and stardust to school.
The days went by, and he was learning new, exciting things.
The teachers watered his dreams.
Friends were embroidering his wings.
The wings that formed and grew with him. So every day, the wise teacher felt himself getting closer and closer to taking off.
After years the day of the long journey arrived. The world had opened up around him, and he was ready to spread his wings and live in new circles.
He had already imagined the new world he would soon meet. On the one hand, he fantasized about a demanding place, but at the same time, full of surprises and sweetness.
The wise teacher wanted to bring out the best version of himself in that place.
That’s why he put on his most beautiful, colorful clothes, his sweetest smile, and left, ready to welcome the new world.
He wanted to seem as if he already knew him.
And if he discovered that he did not live up to the new place’s expectations, he wanted to be synchronized with it.
No, he wasn’t inept or romantic.
He had gratitude in his blood and saw the light in the eyes of the world.
At the same time, he was hugging the darkness of the world because this was part of it.
So when the gates of the new world opened, he was dazzled by the light. Even though there was no sun that day, he could see nothing. He thought of going back, but this was not possible. He had promised himself that he would welcome the new world as it was.
An unprecedented fear enveloped the Wise teacher.
I will put on my dark glasses, he thought. That way, I might be able to see things better.
Indeed, as soon as he put on his glasses, he began to open his eyes and see a little better every second.
Yet, unfortunately, what he saw did not make him feel more comfortable but even more unpleasant.
He took one step forward, yet, in his fear, he wanted to take two steps back. And not because he didn’t like what he saw. Instead, this place was a hundred times better than he had imagined. He couldn’t believe the beauty of this place.
The atmosphere, the buildings, and nature were all unique.
People looked gorgeous.
The movements of passersby hid an intelligence and an unprecedented grace for him. In front of all this majesty, the Wise teacher knelt.
I never expected this, he said. Everything is so beautiful, so perfect. How can I ever be a part of this picture? I’m not as good and sophisticated as the rest of the people here.
They all seem full of intelligence in multiple fields, and I admire that, but I don’t know how to stand among them. I want to live here, but I don’t know the way. And I’m alone.
On the one hand, I’m starting now, but on the other hand, I don’t know how to find the courage.
All these moments felt like an age, but it was only a few minutes. The wise teacher felt exposed and vulnerable in his dark glasses.
He stood there looking proud while he felt lost inside.
In his desperation, he took a deep breath. I’ll stay. I’ve decided I’m not leaving, he told himself and clipped his wings.
He ran into a large building to go unnoticed. He then discovered it was a museum making him feel more comfortable.
Does it matter so much I am different? He encouraged himself. This town might need my distinction.
And if not, I need this place. I want to experience this challenge. I want to try to be myself here, even if I fail.
The choice he made to enter the museum didn’t disappoint him. The visitors he met there were from all over the world, so he didn’t feel strange anymore. He dared and talked to some of them.
He found them friendly. The longer he stayed, the more he began to understand this place.
People didn’t look like strangers anymore, and he was not feeling small. With each passing day, the part that had scared him so much in the beginning transformed. And the wise teacher began to take root there. His roots gave him strength and wisdom. They were living organisms, so they didn’t hold him back. (He loved to take them on his travels).
The wise teacher never stopped dreaming and creating. Yet, in his dreams, he no longer built ideal worlds but romantic ones with a few flaws. Some of his desires patiently waited for him while others challenged him.
Thus, the wise teacher led a happy (not perfect) life close to his heart and soul.
Once he sympathized with himself, he was more attuned to the environment (which is never stable). He was building bridges in his mind. The bridges connected him with himself better, with his loved ones, and with the whole world.
Fear continued to exist, but it was no longer his enemy. It appeared as an opportunity to build a new bridge. Thus, along with the bridges, his wisdom began to grow. He dared to become a teacher himself, not to display his knowledge. Instead, he wanted to accompany his students on their journeys (around courage, loneliness, and love).
Questions for thought
- Have you ever, like the wise teacher, felt fear in a new situation? (For example, your first day at school, a move to a new place, a new friendship).
- If so, would you like to describe your feelings at that time?
- How did you react? (Did you stay, leave, cry, or cover up your fear)?
- Do you think it was a positive experience, too (in a way), or just an unpleasant one?
- Would it be the same if the wise teacher built walls instead of bridges?
- How do you think the story would end if the teacher built walls instead of bridges?
- What do you think the wise teacher could teach his students?
Ο Σοφός Δάσκαλος
Εισαγωγή
Ο σοφός δάσκαλος, δεν ήταν πάντοτε σοφός.
Δεν ισχυρίζεται πως γνωρίζει τα πάντα ούτε πως είναι άτρωτος.
Αντιθέτως, αρχικά μοιράζεται με τους μαθητές του, τις πιο ευάλωτες στιγμές του.
Παίζουν άραγε αυτές σημαντικό ρόλο στη δική του ιστορία;
Ο πιο σοφός δάσκαλος κάποτε, ήταν κι αυτός ένα μικρό παιδί. Μπορεί τώρα να είναι φαίνεται ήρεμος και ατάραχος αλλά πάντα θυμάται την παιδική του ηλικία μέχρι την ενηλικίωσή του τότε που ήταν διαφορετικός άνθρωπος. Και αυτό ακριβώς το κομματι της ιστορίας του είναι που αφηγείται στο πρώτο μάθημα του.
Να πώς περίπου πάει η ιστορία, όταν την περιγράφει ένας από τους μαθητές του:
Ο Σοφός δάσκαλος πήγε στο σχολείο του την πρώτη μέρα κανονικά, όπως όλα τα παιδιά. Έψαχνε γνώση και νέες εμπειρίες. Τα όνειρά του έφταναν μέχρι τα αστέρια. Μία τσάντα γεμάτη με βιβλία και αστερόσκονη κουβαλούσε κάθε πρωί στο δρόμο μαζί του.
Οι μέρες κυλούσαν και όλο μάθαινε καινούρια, συναρπαστικά πράγματα.
Οι δάσκαλοι, πότιζαν τα όνειρά του.
Οι φίλοι κεντούσαν τα φτερά του.
Φτερά που σχηματίστηκαν και μεγάλωναν μαζί με εκείνον. Έτσι, κάθε μέρα ο σοφός δάσκαλος ένιωθε ότι έφτανε όλο και πιο κοντά στην απογείωση.
Μετά από χρόνια έφτασε η μέρα του μεγάλου ταξιδιού. Ο κόσμος είχε ανοιχτεί γύρω του, κι ήταν έτοιμος να ανοίξει τα φτερά του για να πετάξει και να ζήσει σε νέους κύκλους και σ’ αλλιώτικα νερά.
Το νέο κόσμο που θα συναντούσε σύντομα, τον είχε χτίσει από πριν μες στο μυαλό του. Από τη μία, πίστευε ότι θα είναι απαιτητικός, όμως την ίδια στιγμή, γεμάτος εκπλήξεις και με περισσότερη γλύκα.
Ο σοφός δάσκαλος ήθελε να βγάζει την καλύτερη εκδοχή του εαυτού του σε εκείνο το μέρος.
Γι’ αυτό φόρεσε τα πιο όμορφα, γεμάτα χρώματα και σχέδια ρούχα του, το πιο γλυκό του χαμόγελο κι έφυγε, έτοιμος πια να καλωσορίσει το νέο κόσμο.
Ήθελε όταν τον συναντήσει να φανεί σαν να τον γνώριζε απόλυτα από πριν.
Κι αν ανακάλυπτε πως δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του, ήθελε να βρίσκεται σε απόλυτο συντονισμό μαζί του.
Όχι, δεν ήταν άβουλος ούτε ρομαντικός.
Απλώς είχε την ευγνωμοσύνη μες στο αίμα του και έβλεπε μες στα μάτια του κόσμου το φως που εξέπεμπε.
Την ίδια στιγμή αγκάλιαζε το σκοτάδι του κόσμου γιατί κι αυτό είναι μέρος του συνόλου του.
Όταν λοιπόν άνοιξαν οι πύλες του νέου κόσμου, πραγματικά θαμπώθηκε από το φως κι ας μην είχε ήλιο εκείνη την ημέρα. Από το πολύ φως δεν μπορούσε να δει τίποτα. Σκέφτηκε να γυρίσει πίσω όμως δε γινόταν. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ότι θα καλωσόριζε το νέο κόσμο όπως κι αν ήταν αυτός.
Ένας πρωτόγνωρος φόβος τύλιξε το Σοφό δάσκαλο.
Να φορέσω τα μαύρα μου γυαλιά, σκέφτηκε. Έτσι ίσως μπορέσω, να διακρίνω τα πράγματα καλύτερα, συνέχισε.
Πράγματι, αμέσως με το που έβαλε τα γυαλιά του άρχισε σιγά σιγά να ανοίγει τα μάτια του και να βλέπει κάθε δευτερόλεπτο, όλο και πιο καθαρά.
Όμως, και πάλι δυστυχώς αυτό που είδε δεν τον έκανε να νιώσει πιο όμορφα αλλά ακόμα πιο δυσάρεστα.
Έκανε ένα βήμα μπροστά αλλά μέσα του ήθελε να κάνει δύο βήματα πίσω. Κι όχι, γιατί αυτό που έβλεπε δεν του άρεσε. Αντιθέτως, το μέρος αυτό ήταν εκατό φορές καλύτερο από αυτό που είχε φανταστεί. Δεν μπορούσε να πιστέψει στην ομορφιά του συνόλου.
Η ατμόσφαιρα, τα κτίρια και η φύση, όλα μοναδικά.
Οι άνθρωποι πολύ ξεχωριστοί, το έβλεπες στα μαλλιά τους, στη ματιά τους και στη φορεσιά τους.
Οι κινήσεις του κόσμου ανάλαφρες ή βιαστικές έκρυβαν μια ευφυΐα και μία πρωτόγνωρη χάρη για αυτόν. Μπροστά σε όλο το μεγαλείο ο Σοφός δάσκαλος, γονάτισε.
Αυτό λοιπόν δεν το περίμενα ποτέ, μονολόγησε. Είναι όλα τόσο όμορφα, τόσο τέλεια , πώς θα μπορέσω εγώ ποτέ να γίνω μέρος αυτής της εικόνας; Δεν είμαι αρκετά καλός και εκλεπτυσμένος όσο οι άνθρωποι εδώ.
Φαίνονται όλοι γεμάτοι εξυπνάδα σε πολλαπλά πεδία και το θαυμάζω αυτό αλλά δεν ξέρω πώς να σταθώ ανάμεσά τους και πώς να μην κάνω πίσω. Γιατί μπορώ να πω ότι ξέρω πως θέλω να το ζήσω αλλά δεν ξέρω τον τρόπο. Κι είμαι μόνος μου. Αυτό από τη μία μου αρέσει γιατί ξεκινώ από την αρχή αλλά από την άλλη δεν ξέρω από πού να κρατηθώ.
Όλες αυτές οι σκέψεις του φάνηκαν αιώνας, όμως ήταν μόλις μερικά λεπτά. Ένιωθε εκτεθειμένος κι ευάλωτος μέσα στα μαύρα του γυαλιά.
Κοιτούσε γύρω του με μία ψεύτικη υπερήφανη στάση ενώ μέσα του ένιωθε χαμένος και κουμπωμένος.
Σε μια στιγμή απελπισίας πήρε βαθιά ανάσα κι είπε στον εαυτό του. Κι όμως θα μείνω και θα το ζήσω όπως μπορώ. Το αποφάσισα δε φεύγω από εδώ, συμπλήρωσε, κι έκοψε τα φτερά του.
Μπήκε τρέχοντας σε ένα μεγάλο κτίριο για να περάσει απαρατήρητος. Το μέρος αυτό που τελικά ανακάλυψε πως ήταν μουσείο τον έκανε να νιώσει πιο άνετα.
Κι αν είμαι διαφορετικός τι πειράζει; Είπε στον εαυτό του για να του δώσει θάρρος, ίσως αυτή η πόλη να χρειάζεται αυτό το διαφορετικό που έχω.
Κι αν όχι, τη χρειάζομαι εγώ. Θέλω να ζήσω αυτή την πρόκληση. Θέλω να δοκιμάσω να είμαι ο εαυτός μου εδώ, κι ας αποτύχω.
Η επιλογή που έκανε να μπει στο μουσείο δεν τον απογοήτευσε καθόλου και οι άνθρωποι που συνάντησε εκεί ήταν από όλο τον κόσμο άρα δεν ένιωθε παράξενος πια. Μάλιστα, τόλμησε και μίλησε σε πολλούς από αυτούς.
Τους βρήκε ανοιχτούς μαζί του, και μερικοί από αυτούς μάντεψαν σωστά πολλές πληροφορίες για την καταγωγή του και τα ενδιαφέροντά του. Κι όσο παρέμενε σε εκείνο το μέρος τόσο άρχισε να το καταλαβαίνει περισσότερο.
Οι άνθρωποι δεν έμοιαζαν ξένοι κι εκείνος δεν έβλεπε τον εαυτό του μικρό πια. Κάθε μέρα που προχωρούσε άρχισε να βγάζει ρίζες και να τον κρατάει πλέον το μέρος αυτό που τόσο τον είχε φοβίσει στην αρχή. Οι ρίζες του έδωσαν δύναμη και σοφία. Δεν ήταν από αυτές που σε κρατούν στάσιμο. Αντιθέτως ήταν κι αυτές ζωντανός οργανισμός. Τις έπαιρνε μαζί του και στα ταξίδια του.
Και φυσικά δεν έπαψε ποτέ να έχει όνειρα και να δημιουργεί. Απλώς, πια στα όνειρά του δεν έχτιζε ιδανικούς κόσμους αλλά κόσμους ρομαντικούς , με λίγα ψεγάδια. Κάποια όνειρα με υπομονή τον περίμεναν κι άλλα να τον καλούσαν στη στιγμή να τα πιάσει. Κι έζησε έτσι μια ζωή όχι τέλεια , όχι φανταστική αλλά σίγουρα κοντά σε αυτά που ήθελε η ψυχή του κι η καρδιά του.
Αγκάλιαζε πλέον τον κόσμο γύρω του, χάιδευε και τραγουδούσε τα όνειρά του ακόμα κι όταν ήταν λυπημένος για να παρηγορηθεί. Δεν είχε πια μέσα του τη φυγή αλλά έχτιζε ο ίδιος τον κόσμο γύρω του κι άπλωνε τα χέρια του να νιώσει τη ζεστασιά των ανθρώπων χωρίς να φοβάται, τους έβλεπε όλους καλύτερα.
Από τη στιγμή που συμφιλιώθηκε με τον εαυτό του, ήταν πιο εναρμονισμένος και με το περιβάλλον. Ακόμα και αν άλλαζε αυτό. Στο μυαλό του γέφυρες άρχισαν να χτίζονται. Γέφυρες που τον ένωσαν με τον τον εαυτό του καλύτερα, με τους αγαπημένους του αλλά και με όλο τον κόσμο.
Ο φόβος συνέχιζε να υπάρχει όμως πλέον δεν ήταν εχθρός του. Ήταν μία αφορμή για να χτίσει μιά νέα γέφυρα, και κάπως έτσι μαζί με τις γέφυρες ξεκίνησε να χτίζεται και η σοφία του. Τόλμησε να γίνει και ο ίδιος δάσκαλος όχι, για να προβάλει τη γνώση του αλλά για να συντροφεύει του μαθητές του στα δικά τους ταξίδια (θάρρους, μοναξιάς και αγάπης).
Ερωτήσεις για σκέψη
- Έχετε αισθανθεί ποτέ κι εσείς όπως ο σοφός δάσκαλος φόβο μπροστά σε μία νέα κατάσταση; (Για παράδειγμα, η πρώτη μέρα στο σχολείο, μία μετακόμιση, μία νέα φιλία).
- Αν ναι, θέλετε να περιγράψετε τα συναισθήσματά σας εκείνη τη στιγμή;
- Πώς αντιδράσατε; (Μείνατε, φύγατε, κλάψατε, καλύψατε το φόβο σας να μη φανεί);
- Πιστεύετε ότι ήταν μία χρήσιμη αν και δυσάρεστη εμπειρία για εσάς;
- Σκέφτεστε πώς θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα αν αντί για γέφυρες ο δάσκαλος της ιστορίας μας έχτιζε τοίχους;
- Πώς πιστεύετε ότι θα συνεχιζόταν η ιστορία εάν αντί για γέφυρες έχτιζε τοίχους ο δάσκαλος;
- Τι έχετε στο μυαλό σας ότι θα μπορούσε να διδάξει ο δάσκαλος της ιστορίας μας στους μαθητές του;