Introduction

This story tells us about the friendship between the moon and the owl. The owl takes the courage to share its unfulfilled dream with the moon. Then, the moon responds in the right way and reveals its secret wishes. The owl needs a tour in a different world. It wants to see the daylight. The moon wants to enjoy the day, as well. They have this common desire. But, the moon has an extra concern. It believes it is not unique. The sun lends light to it. Yet, through the dialogue with the owl, the moon manages to find its identity.

“It is not easy to find happiness. But when we find it, everything looks perfect and eternal”.

These words muttered the owl to the moon that night.

“A perfect image may carry great pain inside. I am an owl. I live my life and search for prey at night. At dawn, I close my eyes and fall asleep. This cycle looks natural. Biologists and nature lovers watch and study me. They look so happy when they find me.

So why am I complaining? What bothers me?

I am a nocturnal bird, but I want to see the daylight, to enjoy my meal under the sun. I wish I could meet the creatures of the day”.

The moon understood because it also had the same feelings a lot of times. It replies:

“I am the moon taking light from the sun and illuminating the night. But, I also have a dream that will never come true. Sometimes I imagine illuminating night to look like a day. All the creatures are awake and happy. They look at me, and I inspire them. I feed them. Even more, I wish I could have my light and not borrowed from the sun every night.”

Then the owl said to the moon:

 “Thank you very much for trusting me in your dreams. I felt like I was living them. As if they were real. They were beautiful, out of your heart.

The moon answered to it:

“You were brave and described to me your dreams. Dreams make us shine. But, hurt us, too. 

The owl continued: 

” You felt me even though we live in separate bodies. I want to talk with you every night. We opened new doors tonight for ourselves and our friendship.

The moon said to the owl:

“I felt shame for my wishes. But now, I have more confidence. You understand me, and I don’t feel alone. I also see the truth now. I see my uniqueness. The sun offers light to me, but I “filter” its light. I make the light more soft and romantic. I inspire some creatures. Most of them take the signal to fall asleep. Others fall in love, create or hunt when I am present.

You helped me tonight, and I’m grateful. I will be here for you, too. And, I am sure you will reach your dream”!  

That night a wonderful friendship started. It fulfilled many dreams and gave motivation through love and acceptance.

Finally, the owl is staying awake this morning!

Now it’s your turn!

  1. How do you think the owl managed to stay awake in the morning?
  2. Do you have any dreams which you believe can’t come true?
  3. Can you think of any person with whom you can share them and who understand you? (family, friend, relative)
  4. Would you ask for his help to make it happen?
  5. Do you want to make a plan that will help you reach your dreams?
  6. Some people say that you need consistency, not just luck. Do you agree with this view? Is there any other key- step, in your opinion?
  7. Paint your dreams or write a little poem about them.

Η κουκουβάγια και το φεγγάρι

Εισαγωγή

Η ιστορία αυτή μας μιλάει για το φεγγάρι και την κουκουβάγια. Η κουκουβάγια παίρνει το θάρρος να μοιραστεί το ανεκπλήρωτο όνειρό της με το φεγγάρι και τότε κι εκείνο της ανοίγεται και της μιλάει μέσα από την καρδιά του. Το θέμα που δυσκολεύει την κουκουβάγια είναι η ανάγκη  της για περιήγηση σε έναν κόσμο διαφορετικό από το δικό της. Το φεγγάρι έχει αυτό το κοινό κομμάτι με την κουκουβάγια, δηλαδή θέλει να χαρεί την ημέρα και το φως. Μόνο που το φεγγάρι έχει έναν επιπλέον προβληματισμό. Πιστεύει πως δεν έχει δική του φωνή γιατί παίρνει το φως του από τον ήλιο. Ωστόσο, μέσα από το διάλογο με την κουκουβάγια βρίσκει την ταυτότητά του.

“Δεν είναι εύκολο να βρει κανείς την ευτυχία.  Όταν όμως τη βρίσκουμε, μοιάζουν όλα τέλεια και παντοτινά”.

Αυτά τα λόγια είπε η κουκουβάγια εκείνο το βράδυ στο φεγγάρι. 

“Και μια εικόνα που φαίνεται στους άλλους τέλεια και μαγική, εσωτερικά, εκείνη μπορεί να κρύβει μέσα της μεγάλο πόνο. 

Το ξέρω ότι είμαι πουλί της νύχτας. Τη νύχτα ψάχνω για τροφή και ζω τη ζωή μου. Ενώ, όταν αρχίσει να ξημερώνει τα μεγάλα μου μάτια και η κούραση της νύχτας με βαραίνουν κι αποκοιμιέμαι. Σε όλους φαίνεται φυσιολογικός αυτός ο κύκλος, γιατί και το θήραμά μου κυκλοφορεί τη νύχτα. Όλοι οι βιολόγοι που με έχουν μελετήσει και όλοι οι φυσιολάτρες που με έχουν παρακολουθήσει τα βλέπουν όλα φυσικά και τέλεια φτιαγμένα. Όταν με παρακολουθούν, με φωτογραφίζουν ή κρατάνε σημειώσεις. Νιώθουν εντυπωσιασμένοι και χαρούμενοι που με συνάντησαν. 

Όμως εγώ τότε, γιατί παραπονιέμαι; Τι είναι αυτό που με δυσκολεύει; 

Γεννήθηκα κουκουβάγια και είμαι νυκτόβιο πουλί, αλλά θέλω να δω τον ήλιο, να τραφώ τη μέρα. Θέλω να πλησιάσω και να γνωρίσω τα πλάσματα της ημέρας”. 

Το φεγγάρι αμέσως την κατάλαβε και την ένιωσε βαθιά γιατί κι εκείνο είχε μέσα του ανάλογα συναισθήματα πολλές φορές. Έτσι γυρίζει, και της λέει:

“Εγώ είμαι το φεγγάρι όπως ξέρεις, που παίρνω φως από τον ήλιο και φωτίζω τη νύχτα. Όμως κι εγώ έχω όνειρο που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Θα ήθελα να φωτίσω μια νύχτα σαν να ήταν μέρα και να είναι ξύπνια και χαρούμενα όλα τα πλάσματα της μέρας και της νύχτας. Να τα έβλεπα να με κοιτούν, και να τα ενέπνεα. Να τα έτρεφα. Ακόμα περισσότερο, θα ήθελα να είχα το δικό μου φως και να μη δανειζόμουν κάθε νύχτα από τον ήλιο”.

Τότε η κουκουβάγια του αποκρίθηκε: Σε ευχαριστώ πολύ που μου εμπιστεύτηκες τα ονειρά σου. Ένιωσα σαν να τα ζω και σαν να είναι αληθινά. Ήταν ομορφα, βγαλμένα απ’ την καρδιά σου. 

Και το φεγγάρι της είπε:

“Κι εγώ σε ευχαριστώ πολύ που μου ανοίχτηκες πρώτη. Ποτέ δε θα τολμούσα να πω σε κανέναν αυτή την ιστορία. Αλλά επειδή μου είπες το όνειρό σου που σε γεμίζει και σε πονάει, πήρα κι εγώ το θάρρος να μοιραστώ μαζί σου ένα από τα αδύναμα κι ονειρικά σημεία μου”.

“Κι εγώ έτσι ακριβώς νιώθω”, είπε η κουκουβάγια. “Αισθάνομαι καλύτερα, επειδή μοιράστηκα μαζί σου τον πόνο μου και αν και είσαι σε άλλο σώμα με κατάλαβες. Θέλω να σου πω αύριο βράδυ κι άλλα πολλά πράγματα. Ανοιξαμε απόψε νέες πόρτες για τους εαυτούς μου και για τη φιλία μας”. 

” Θέλω πολύ να μιλήσουμε και αύριο “, συνέχισε το φεγγάρι . ” Παλιότερα ένιωθα άσχημα να πω ότι θέλω να είμαι αυτόφωτο σώμα. Και ότι κάποιες φορές θα ήθελα να ήταν όλα αλλιώς. Τώρα όμως νιώθω πιο όμορφα γιατί με καταλαβαίνεις και δε νιώθω μόνο μου. Τώρα ο ήλιος απέκτησε άλλη αξία για εμένα, όπως και η άποψή μου για τον εαυτό μου.  Ξαφνικά νιώθω μια χαρά που με φωτίζει ο ήλιος, γιατί ενώ μου προσφέρει το φως του, κι εγώ βάζω τη δική μου πινελιά. Έχω το δικό μου φίλτρο. Κάνω το φως πιο ρομαντικό, πιο απαλό κι ηρεμώ κι εμπνέω  όλα τα πλάσματα της γης. Κάποια τα βοηθώ να αποκοιμηθούν, άλλα να ερωτευτούν και μερικά να εκφραστούν ή να τραφούν.

Με βοήθησες να βρω μια λύση στο μυαλό μου και είμαι σίγουρο πως θα βρεις κι εσύ για σένα μέσα από αυτά που μοιραζόμαστε. Τώρα ξημερώνει αλλά αύριο βράδυ και κάθε βράδυ θα είμαι εδώ για σένα. 

“Κι εγώ για σένα”, είπε η κουκουβάγια εκπέμποντας ηρεμία κι εμπιστοσύνη.

Αυτή ήταν μόνο η αρχή για μια υπέροχη φιλία που άντεξε στο χρόνο, και εκπλήρωσε πολλά όνειρα στην ονειρική ζωή με το νου, αλλά και στην πραγματική ζωή.  

Τελικά η κουκουβάγια καταφέρνει να μείνει ξύπνια ένα πρωί!

Ώρα για παιχνίδι κι ερωτήσεις για σκέψη!

  1. Εσείς έχετε όνειρο που πιστεύετε ότι είναι δύσκολο να πραγματοποιήσετε;
  2. Έχετε κάποιο άτομο (οικογένεια, φίλο, συγγενή) που να μπορείτε να το μοιραστείτε μαζί του και να σας καταλάβει;
  3. Θα θέλατε να ζητήσετε τη βοήθειά του για να τα καταφέρετε;
  4. Θέλετε να βρείτε ένα σχέδιο που θα σας βοηθήσει να πετύχετε το στόχο σας;
  5. Υπάρχει η άποψη πως για να πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας δε χρειάζεται μόνο τύχη αλλά κυρίως συνέπεια. Συμφωνείτε με αυτή την άποψη; Υπάρχουν άλλα εμπόδια ή απαραίτητα βήματα;
  6. Ζωγραφίζουμε το όνειρό μας ή γράφουμε ένα ποιηματάκι για αυτό.