Introduction

Dioscorus is a squirrel full of friends and no enemies. It may sound inconceivable while living in the jungle as he did. But then, Dioscorus opens up. He reveals to his mother the hidden desires he puts aside to be next to his loved ones every moment.

There was once Dioscorus, a little squirrel that lived in the jungle. Dioscorus had so many friends. You never saw him alone but always among other animals.

His friends would suggest playing together in their nests. These were squirrels, birds, monkeys, spiders, ants, and all kinds of species living there.

It was weird, but creatures like snakes or tigers would sit by his side. Every animal loathed or feared them instead of him. 

One day Dioscorus was sitting on a branch next to his mother. An anaconda came close and talked to him. 

Noa was his name. 

“Hello, my friend! Are you feeling good? Well, I am not so well. Old, tired, and so hungry! But, I came to you for something else. My grandson, Aaron, invites you to his party tomorrow. It is his birthday and full moon. All the snakes would be there. You know where it will take place, right? On the top of the highest cliffs. Goodbye for now”!

Dioscorus’s mom almost fainted.

“My little son, you are so charismatic. Here in the jungle, all creatures love you, including anacondas. I am so scared and worried! But you look calm. Please tell me, how do you feel deep inside? Are you as cool as you look to us”?

Dioscorus spoke out of his heart after being silent for a long time.

“Mom, I am so grateful. I have you and dad. I live in a beautiful place. And you have taught me so many things: To treat every creature with love and respect. To know that they are all both strong and vulnerable. 

So I love and accept my whole world as it is. And, this world, like a giant mirror, never thought to harm me. So, I’m not afraid or worried when I meet wild animals”.

Finishing these words, he sighed and continued: 

But mom, I do have other fears that stress me out. My dreams follow me, and I try to ignore them. Yet, I cannot. I want to build a play- nest to spend time with my friends. It is like having its picture in my mind already. But it is so hard for me to find the time. I am never alone, so I cannot concentrate on my play-nest project”. 

“My love, (his mom hugs him and comforts him). Now, I understand. It sounds too harsh! You love your friends, and they love you back. But you believe that if you chase your dreams, you will lose them. Plus, asking for help seems overwhelming to you”.

“Yes, I want to do more things without disturbing my relationships.”

“Now, it’s clear. I’m sure you can do it! You do not destroy their happiness when you follow your dreams. The opposite is true. Your joy will spread and benefit your friends. And I know that they will be happy for you and willing to help you. As you would do if you were in their shoes”.

Dioscorus soon changed his attitude. In other words, he kept being kind to his friends while including himself in his friend list. He also started to build his play-nest. Dioscorus had spent precious time with every creature in the jungle. So, he created magical spaces! (Small nests, secret paths, stairs, artificial caves, water tanks, fountains, light from fireflies).

When he finished his work he was tired, but he was so happy! He had enjoyed every minute, lost in his world, walking on his path.

Dioscorus became very focused on his work. When he finished the play-nest, he began to make wooden sculptures. He painted them with colors of flowers and minerals. Then, he wrote music using natural sounds or handmade instruments. He never stopped. The first idea gave birth to the next one, and so on. Dioscorus found himself creating without thinking or being able to stop. 

In the beginning, he faced the difficulties that he expected. It was hard for him to turn down a few invitations from his friends. But, as time went by, it became easier. His friends were happy for him. They connected with him as he unraveled his heart to them. They also had the chance to enjoy the play-nest together. Pretty awesome!

Playing together in the play-nest was a special event. Feeling excited and happy, other times sad or angry (when disagreed). That was normal, too. Nothing can be perfect every day! Except for the love of all young animals to play and explore the world around them!

Time to play:

  1. What toys do you think the play-nest had inside?
  • ……………………………………………………………………….
  • ……………………………………………………………………….
  • ……………………………………………………………………….
  • ……………………………………………………………………….
  • ……………………………………………………………………….
  • 2. Do you want to paint the play-nest as you can imagine it? Or would you like to describe it in your own words?
  • 3. How do you think Dioscorus would celebrate his birthday? Would he invite all his friends on the same day and time? Or would he have to organize different parties? (So that the rival animals would not quarrel with each other).
  • 4. Dioscurus found it hard to say “no” to his friends. Do you have the same difficulty? (Say “no” to family and friends). In which cases?
  • 5. Do you think his friends were happier with him at the end of the story? Dioscorus?
  • 6. What game could he make to play together with the ants?
  • 7. Do you think ants would say “no” to his play invitation because they work all day long? (or will they play when it rains and stay in their nest)? If ants turn down his call for play, would that be what they wanted to say? (Deep in their hearts)?
  • 8. Is there anything you want to create? (Like Dioscorus would love to build a play-nest).
  • 9. Do you plan to start your creation?
  • 10. If yes, would you prefer to do it alone or with a friend?

Η παιχνιδοφωλιά

Εισαγωγή

Ο Διόσκουρος είναι ένα σκιουράκι γεμάτο φίλους στη ζωή του και χωρίς κανένα εχθρό. Ακούγεται αξιοζήλευτο και ιδανικό στο δύσκολο περιβάλλον της ζούγκλας όπου κατοικεί. Ωστόσο, μία μέρα ανοίγει την καρδιά του στη μαμά του και τότε αποκαλύπτει το βάρος που κουβαλάει μέσα του και τις κρυφές επιθυμίες που βάζει στην άκρη για να είναι διαρκώς δίπλα στους αγαπημένους του.

Μια φορά ήταν ένα σκιουράκι ο Διόσκουρος. Ο Διόσκουρος είχε πολλούς φίλους και όλοι τον αγαπούσαν πολύ. Ποτέ δεν τον έβλεπες μόνο του, αντιθέτως ήταν πάντα ανάμεσα σε άλλα ζωάκια.

“Γεια σου Διόσκουρε, έλα στη φωλιά μου να παίξουμε” του πρότειναν και τον καλούσαν τα άλλα ζωάκια κοντά τους. Και δε μιλάμε μόνο για τα άλλα σκιουράκια” αλλά και για πουλιά, για πιθηκάκια, αραχνούλες, μυρμηγκάκια., ό,τι ζωάκια μπορείς να βάλεις με το μυαλό σου που ζούσαν σε εκείνο το μέρος.

Ακόμα και πλάσματα που όλοι τα θεωρούν επικίνδυνα και εχθρικά ήταν δίπλα του, χωρίς ποτέ να σκεφτούν να του κάνουν κακό. Μια μέρα μάλιστα ένα πολύ μεγάλο φίδι, ένα βόας, τον αντιλήφθηκε στο κλαδί ενός δέντρου που καθόταν με τη μαμά του. Το γέρικο πλέον αυτόν βόα όλα τα ζωάκια τον έτρεμαν. Ο βόας ο Βρασίδας λοιπόν όπως τον έλεγαν γυρίζει στο Διόσκουρο και του λέει:

 “Διόσκουρε, τι κάνεις; Εγώ αυτό τον καιρό δε νιώθω και τόσο καλά, νίωθω πολύ γερασμένος, έχω να φάω και μέρες. Όμως το εγγονάκι μου, ο Βαγγέλης έχει τα γενέθλιά του και αύριο με την Πανσέληνο, διοργανώνει μεγάλο πάρτυ! Έχει καλέσει όλα τα φίδια της ζούγκλας! Αν θέλεις θα σε περιμένει με πολλή χαρά! Θα χορέψετε, θα διασκεδάσετε.. Ξέρεις πού, ε; Μετά το ξέφωτο, πάνω στην κορυφή των ψηλότερων γκρεμών. Γεια σου”.

Της μαμάς σκιουρίνας της πάγωσε το αίμα. Παραλίγο να σπάσει η καρδούλα της από τους πολλούς παλμούς.

“Μικρέ μου Διόσκουρε είσαι ένα πολύ χαρισματικό πλάσμα. Εδώ στη ζουγκλα που μένουμε, όλοι είναι φίλοι σου, κανείς δε σε πειράζει, ακόμα και αυτό το τεράστιο πεινασμένο φίδι, σε θέλει στη γιορτή των φιδιών. Δε σου κρύβω ότι παραλίγο να λιποθυμήσω από το φόβο μου λίγο πριν που μας πλησίασε ο Βρασίδας. Εσύ όμως τόσο ατάραχος. Πώς νιώθεις γι’ αυτό; Μέσα σου ένιωθες το ίδιο ήρεμος όπως φαινόσουν έξω, σε εμάς”;

Για πρώτη φορά μετά από πολλή ώρα, ο  μικρός Διόσκουρος μίλησε μέσα από την καρδιά του.

“Νιώθω μαμά πολύ τυχερός που ζω εδώ. Σας αγαπώ όσο τίποτα στον κόσμο εσένα και τον μπαμπά μου. Μαζί σας έμαθα όσα ξέρω και σας είμαι ευγνώμων για αυτό. Κοντά σας είδα  ότι είναι πολύ ωραίο να αντιμετωπίζεις το κάθε πλάσμα της γης, σαν ένα πλάσμα ξεχωριστό, αγαπητό, δυνατό κι ευάλωτο. Αγάπησα όλο το περιβάλλον μου και το σεβάστηκα για αυτό που είναι συνολικά. Και αυτό σαν ένας μεγάλος καθρέφτης ποτέ δε στράφηκε εναντίον μου. Με κάνει πολύ χαρούμενο αυτό. Γιατί θέλω μέσα στα μάτια των  άλλων όπου κι αν βαδίζω να βλέπω και να γνωρίζω την αλήθεια τους. Δε φοβάμαι λοιπόν ούτε ανησυχώ όταν συναντώ άγρια ζώα”.

 Τελειώνοντας τα λόγια του αυτά, αναστέναξε βαθιά και συνέχισε: “Όμως μαμά είναι στιγμές λιγότερο φωτεινές. Φοβάμαι κι εγώ κάτι. Έχω όνειρα που θέλω να πραγματοποιήσω αλλά δε βρίσκω χρόνο να ασχοληθώ μαζί τους. Θέλω να χτίσω μία φωλίτσα πάνω στο δέντρο μας με τα πιο φανταστικά παιχνίδια, να δημιουργήσω τις εικόνες που έχω στο μυαλό μου. Όμως μου είναι πολύ δύσκολο όταν κάθε μέρα μου είναι γεμάτη κι όταν δε μένω ποτέ μόνος. Έχω αφήσει τα όνειρά μου να μαραζώσουν ”. Και λέγοντας τα τελευταία αυτά λόγια, ξέσπασε σε δυνατά κλάματα.

“Αγάπη μου, το αγκαλιάζει η μαμά του και το παρηγορεί. Κρύβεις μέσα σου μεγάλο βάρος. Δίνεις και παίρνεις πολλή αγάπη και νέες εμπειρίες δίπλα στους φίλους σου. Βλέπω ότι θες μία αρμονία με το περιβάλλον σου και με τον εαυτό σου. Όμως φοβάσαι ότι αν κυνηγήσεις τα όνειρά σου ή αν ζητήσεις από τους φίλους σου να σε βοηθήσουν θα χαλάσεις αυτή την ισορροπία που έχετε χτίσει.  Θέλεις να δημιουργήσεις το δικό σου δρόμο αλλά δε γνωρίζεις τον τρόπο”.

“Ναι, θέλω να βρω τη δύναμη να κάνω αυτό που θέλω χωρίς να χαλάσω αυτή την ισορροπία με τα ζώα και τα πλάσματα που ζουν κοντά μου”.

“Πιστεύω ότι αυτό είναι ό,τι καλύτερο έχω ακούσει από σένα. Και είμαι σίγουρη ότι μπορείς να τα καταφέρεις. Δεν καταστρέφεις την ευτυχία των άλλων όταν χτίζεις τη δική σου. Αντιθέτως, η δική σου ευτυχία θα λάμψει και θα ωφελήσει όλο τον κόσμο γύρω σου, σαν το φως που απλώνεται ελεύθερα και φωτίζει τα πάντα στο πέρασμά του”.

Κι έτσι ο μικρός μας Διόσκουρος από την ημέρα εκείνη δεν έπαψε προσφέρει αγάπη και χαρά, αλλά έπαψε να λέει “όχι” στον εαυτό του. Άρχισε να χτίζει την παιχνιδοφωλιά του και είχε τόσο όμορφες εικόνες κι εμπειρίες με τους φίλους του στη ζούγκλα που δεν μπορεί κανείς να φωτίσει και να περιγράψει με ακρίβεια τις γωνιές που δημιούργησε. Είχε μέσα τα πιο όμορφα φυτά, τις πιο υπέροχες φωλιές που είχε δει στη ζωή του από πουλιά, απομεινάρια από φωλιές όλων των ειδών τα ζώα που είχε παίξει και φυσικά φωλίτσα με νερό, μία γωνίτσα με φως , δώρο από τις πυγολαμπίδες για να μπορεί να παίζει και τη νύχτα.

Και όταν τελείωσε είχε περάσει χρόνος πολύς, είχε ιδρώσει, είχε κουραστεί αλλά είχε χαρεί και απολαύσει κάθε στάδιο που της αφιέρωσε. Είχε χαθεί στο δικό του κόσμο και βάδιζε πλέον στο δικό του δρόμο.

Τον καιρό αυτό δεν πήγε πουθενά. Έλεγε όχι στις προτάσεις των φίλων του μερικές φορές, με δυσκολία στην αρχή, τους εξηγούσε ότι θέλει να πραγματοποιήσει το όνειρο του. Τότε όλοι καταλάβαιναν και δεν επέμεναν γιατί όλοι τους είχαν όνειρα. Αν τους έλεγε “έχω δουλειές “ ο ίδιος θα έριχνε το όνειρό του στα μάτια του κι οι ίδιοι θα ένιωθαν ότι είναι μια πιο ασήμαντη για αυτόν δουλειά η παρέα τους. Όμως το όνειρο είναι μία σκέτη λάμψη, φώτιζε τα πρόσωπά τους. Δε χρειάστηκε να ρωτήσουν τίποτα παραπάνω γιατί όλοι ξέρουν πως τα όνειρα όταν μένουν κρυφά φαντάζουν ακόμα  πιο συναρπαστικά. Και μάλιστα για πρώτη φορά είδαν το Διόσκουρο με διαφορετικά μάτια, σαν να τον γνώρισαν λίγο πιο βαθιά.

Ο Διόσκουρος συνέχισε να δουλεύει δημιουργικά και αφού τελείωσε τον ονειρεμένο παιδότοπο, άρχισε να φτιάχνει ξύλινα γλυπτά με όλα τα πλάσματα της ζούγκλας σε μικρογραφία ,πραγματικά εντυπωσιακό έργο, που στη συνέχεια τα έβαψε με χρώματα λουλουδιών. Είχε σκεφτεί ότι θα ήταν ωραία να στολίσει αυτά τα αγάλματα αλλά και να τα παίξει μαζί με τους φίλους του.  Στη συνέχεια έφτιαξε πολλά είδη μουσικής χρησιμοποιώντας μόνο ήχους από τη  ζούγκλα. Δε σταμάτησε ποτέ, το ένα έφερε το άλλο και βρέθηκε να κάνει πράγματα και να δημιουργεί χωρίς να θέλει και να μπορεί να σταματήσει. Κούνιες, τσουλήθρες, σχοινιά, όλα τα παιχνίδια που αρέσουν στα μικρά ζωάκια.

Φυσικά, δεν τα έφτιαξε όλα αυτά για να τα απολαμβάνει μόνος του. Καλούσε τους φίλους του και τους έκανε εκπλήξεις στην παιχνιδοφωλιά του. Άλλες φορές άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο και οι φίλοι του τον οδηγούσαν σε μέρη μαγικά που δεν είχε ξαναδεί ποτέ του. Κάποιες φορές ακόμα τους καλούσε να φτιάξουν μαζί καινούρια παιχνίδια.

Ο Διόσκουρος τους έλεγε πως οι δημιουργίες του δεν ήταν ποτέ μόνο δικές του γιατί έπαιρνε ιδέες από αυτά που είχε ζήσει ανάμεσά τους.

Οι φίλοι πλέον, έβλεπαν, ένιωθαν και μάθαιναν μαζί. Και το παιχνίδι τους δεν σταματούσε ποτέ. Έπαιζαν με χαρά και ενθουσιασμό, άλλες φορές  μαλώνανε κι ένιωθαν λύπη ή θυμό. Μα πάνω από όλα αυτό που τους  συνόδευε πάντα ήταν η ανεξάντλητη φαντασία κι αγάπη τους για το παιχνίδι.  

Ώρα για παιχνίδι:

  1. Τι παιχνίδια πιστεύεις ότι είχε η παιχνιδοφωλιά που έφταιξε ο Διόσκουρος;
  • ………………………………………………………………………………………………
  • ……………………………………………………………………………………………………………
  • ……………………………………………………………………………………………….
  • …………………………………………………………………………………………………
  • …………………………………………………………………………………………………
  1. Θέλεις να ζωγραφίσεις την παιχνιδοφωλιά όπως τη φαντάζεσαι εσύ ή να την περιγράψεις με δικά σου λόγια;
  2. Στα γενέθλια του ο Διόσκουρος  πιστεύεις ότι θα καλούσε όλους τους φίλους του ή πως θα έπρεπε να διοργανώνει ξεχωριστά πάρτυ για να μη μαλώνουν τα αντίπαλα ζώα μεταξύ τους;
  3. Ο Διόσκουρος δυσκολευόταν να λέει “όχι”  στους φίλους του και να τους προτείνει εκείνος πράγματα να κάνουν μαζί. Εσύ δυσκολεύεσαι ποτέ να πεις “όχι” στην οικογένειά σου και στους φίλους σου; Σε ποιες περιπτώσεις;
  4. Πιστεύεις ότι οι φίλοι του Διόσκουρου ήταν περισσότερο χαρούμενοι μαζί του στην αρχή ή στο τέλος της ιστορίας. Ο Διόσκουρος;
  5. Τι παιχνίδι θα μπορούσε να φτιάξει με τους φίλους του τα μυρμήγκια για να παίζουν όλοι μαζί; 
  6. Πιστεύεις ότι τα μυρμήγκια θα του έλεγαν “όχι” στο παιχνίδι επειδή δουλεύουν όλη μέρα; (ή θα παίζουν όταν βρέχει και κλείνονται στη φωλιά τους); Αν ναι, θα ήταν αυτό που πραγματικά θα ήθελαν να πουν;
  7. Υπάρχει κάτι στο μυαλό σου που θα ήθελες να δημιουργήσεις; (Όπως ο Διόσκουρος την παιχνιδοφωλιά).
  8. Είναι στα σχέδιά σου να κάνεις το δημιούργημά σου πραγματικότητα;
  9. Αν ναι, προτιμάς να το κάνεις μόνος σου ή παρέα με φίλους σου;